παραψήνω

παραψήνω
παραψήνω και παραψένω παράψησα, παραψήθηκα, παραψημένος, ψήνω, φρυγανίζω, καβουρντίζω υπερβολικά: Την παράψησες την πίτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραψήνω — ψήνω περισσότερο από όσο πρέπει …   Dictionary of Greek

  • εξυπεροπτώ — ἐξυπεροπτῶ, άω (Α) ψήνω ή ξεραίνω υπερβολικά, παραψήνω …   Dictionary of Greek

  • υπεροπτώ — άω, Α [ὑπέροπτος (II)] ψήνω περισσότερο από το κανονικό, παραψήνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”